καβιδάριος

καβιδάριος
καβιδάριος
gem-engraver
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καβιδάριος — καβιδάριος, ό (AM) 1. λιθοξόος, λιθουργός, ο επεξεργαζόμενος τον λίθο 2. χαράκτης πολύτιμων λίθων ή σφραγιδολίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cavidarius] …   Dictionary of Greek

  • καβιδάριον — καβιδάριος gem engraver masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”